ἐπιτιμῶ

ἐπιτιμῶ
ἐπιτῑμῶ , ἐπιτιμάω
pres imperat mp 2nd sg
ἐπιτῑμῶ , ἐπιτιμάω
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἐπιτῑμῶ , ἐπιτιμάω
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἐπιτῑμῶ , ἐπιτιμάω
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐπιτῑμῶ , ἐπιτιμάω
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἐπιτῑμῶ , ἐπιτιμάω
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιτιμώ — επιτιμώ, επιτίμησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: επιτιμώ : απαντάται και η λόγια άτονη αύξηση (επετίμησα). Στον προφορικό λόγο κλίνεται στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιτιμώ — (AM ἐπιτιμῶ, άω, ιων. τ. ἐπιτιμέω) [τιμώ] επιπλήττω, κατακρίνω, ελέγχω, κατηγορώ, μαλώνω («τόν επιτίμησε για την αμέλειά του») αρχ. μσν. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («τοῑς μέν ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε», Αισχίν.) αρχ. 1. ορίζω την τιμή, εκτιμώ 2. σέβομαι,… …   Dictionary of Greek

  • επιτιμώ — επιτίμησα, επιτιμήθηκα, επιτιμημένος, μτβ., επιπλήττω κάποιον, μαλώνω, κατσαδιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτίμῳ — ἐπιτί̱μῳ , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποπαίρνω — επιτιμώ αυστηρά, συμπεριφέρομαι με σκαιότητα σε κάποιον («μην τ αποπαίρνεις το παιδί, δεν φταίει») …   Dictionary of Greek

  • μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιτιμώ — άω, ΜΑ [ἐπιτιμῶ] επιτιμώ κάποιον επί πλέον αρχ. υπερτιμώ, υψώνω την τιμή πράγματος ακόμη περισσότερο …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτιμώ — άω, Α [ἐπιτιμῶ] επιτιμώ, επιπλήττω κάποιον από κοινού με άλλον …   Dictionary of Greek

  • ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] …   Dictionary of Greek

  • εξονειδίζω — ἐξονειδίζω (Α) [ονειδίζω] 1. κοροϊδεύω κάποιον κατά πρόσωπο 2. ξεστομίζω 3. επιτιμώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”